Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐξ ὑπογυίου

См. также в других словарях:

  • ὑπογυίου — ὑπόγυιος nigh at hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόγυιος — και ὑπόγυος, ον, ΜΑ 1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιον πρόσφατα, πριν από λίγο 3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη …   Dictionary of Greek

  • εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»