-
1 ὑπό-γυιος
ὑπό-γυιος, auch ὑπόγυος, 1) unter Händen, zur Hand, bereit; τὸ ὑπογυιότατον, das nächstliegende Mittel, πρὸς αὐτάρκειαν Arist. pol. 6, 8. – 2) was eben aus den Händen kommt, neu, frisch; ἐξ ὑπογυίου, von der Faust weg, aus dem Stegereif, sogleich, wie ὑπὸ χεῖρα, Plat. Menex. 235 c; Xen. Cyr. 6, 1, 43; τῶν χρόνων ὑπογύων ὄντων Dem. 28, 17; Sp., wie Luc. amor. 5; ἐξ ὑπογυίου γίγνεται ἡ παρασκευή Isocr. 4, 13, wie κρίσεις γίγνονται Arist. rhet. 1, 1. Aehnl. ἤδη ὑπογυίου μοι τῆς τελευτῆς τοῦ βίου οὔσης Isocr. 15, 4, da es mir nahe bevorsteht; ὑπόγυιον καὶ οὐ πρὸς ἀκρίβειαν S. Emp. adv. astrol. 63. Auch adv. ὑπογυίως u. ὑπογύως, auch ὑπόγυιον u. ὑπόγυον, neulich, kürzlich, ὑπογυιότερον, vor kurzer Zeit, Her.; τῷ ὑπογυιότερ' εἶναι τοῖς χρόνοις Dem. 60, 9; ὑπογυιότατα, ganz neulich, Dem. 12, 12 (ep. Phil.).
-
2 ὑπόγυιος
ὑπό-γυιος, (1) unter Händen, zur Hand, bereit; τὸ ὑπογυιότατον, das nächstliegende Mittel; (2) was eben aus den Händen kommt, neu, frisch; ἐξ ὑπογυίου, von der Faust weg, aus dem Stegreif; ἤδη ὑπογυίου μοι τῆς τελευτῆς τοῦ βίου οὔσης, da es mir nahe bevorsteht; ὑπογυίως u. ὑπογύως, neulich, kürzlich; ὑπογυιότερον, vor kurzer Zeit; ὑπογυιότατα, ganz neulich
См. также в других словарях:
ὑπογυίου — ὑπόγυιος nigh at hand masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόγυιος — και ὑπόγυος, ον, ΜΑ 1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιον πρόσφατα, πριν από λίγο 3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη … Dictionary of Greek
εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β … Dictionary of Greek